Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
ἀπορροή
View word page
ἀπορριζόω
pull out by the roots

ShortDef

pull out by the roots

Debugging

Headword:
ἀπορριζόω
Headword (normalized):
ἀπορριζόω
Headword (normalized/stripped):
απορριζοω
IDX:
11888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11889
Key:

Data

{'content': 'pull out by the roots'}