Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
ἀπορρίψιμος
ἀπόρριψις
View word page
ἀπορριγόω
shiver with cold

ShortDef

shiver with cold

Debugging

Headword:
ἀπορριγόω
Headword (normalized):
ἀπορριγόω
Headword (normalized/stripped):
απορριγοω
IDX:
11887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11888
Key:

Data

{'content': 'shiver with cold'}