Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόρρευμα
ἀπόρρευσις
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
ἀπορριφή
View word page
ἀπόρρηψμα
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
ἀπόρρηψμα
Headword (normalized):
ἀπόρρηψμα
Headword (normalized/stripped):
απορρηψμα
IDX:
11885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11886
Key:
Data
{'content': 'fragment'}