Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορρέμβομαι
ἀπόρρευμα
ἀπόρρευσις
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
ἀπορριπτέον
ἀπόρριπτος
ἀπορρίπτω
View word page
ἀπόρρητος
forbidden, secret

ShortDef

forbidden, secret

Debugging

Headword:
ἀπόρρητος
Headword (normalized):
ἀπόρρητος
Headword (normalized/stripped):
απορρητος
IDX:
11884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11885
Key:

Data

{'content': 'forbidden, secret'}