Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορράσσω
ἀπορραψῳδέω
ἀπορρέζω
ἀπορρέμβομαι
ἀπόρρευμα
ἀπόρρευσις
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
ἀπορριγέω
ἀπορριγόω
ἀπορριζόω
ἀπορρινάω
ἀπορρινήματα
ἀπορριπίζω
View word page
ἀπόρρηξις
bursting
ShortDef
bursting
Debugging
Headword:
ἀπόρρηξις
Headword (normalized):
ἀπόρρηξις
Headword (normalized/stripped):
απορρηξις
IDX:
11881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11882
Key:
Data
{'content': 'bursting'}