Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπόρραξις
ἀπορραπίζω
ἀπορραπιστέον
ἀπορράπτω
ἀπορράσσω
ἀπορραψῳδέω
ἀπορρέζω
ἀπορρέμβομαι
ἀπόρρευμα
ἀπόρρευσις
ἀπορρέω
ἀπόρρηγμα
ἀπορρήγνυμι
ἀπόρρημα
ἀπόρρηξις
ἀπόρρησις
ἀπορρητέον
ἀπόρρητος
ἀπόρρηψμα
View word page
ἀπόρρευμα
that which distils

ShortDef

that which distils

Debugging

Headword:
ἀπόρρευμα
Headword (normalized):
ἀπόρρευμα
Headword (normalized/stripped):
απορρευμα
IDX:
11875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11876
Key:

Data

{'content': 'that which distils'}