Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικητής
ἀδικητικός
ἀδικία
ἀδίκιον
ἀδικοδοξέω
ἀδικοδοξία
ἀδικοκρισία
ἀδικομαχέω
ἀδικομαχία
View word page
ἀδίκημα
a wrong done, a wrong

ShortDef

a wrong done, a wrong

Debugging

Headword:
ἀδίκημα
Headword (normalized):
ἀδίκημα
Headword (normalized/stripped):
αδικημα
IDX:
1186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1187
Key:

Data

{'content': 'a wrong done, a wrong'}