Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραΐς
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπόρραξις
ἀπορραπίζω
ἀπορραπιστέον
ἀπορράπτω
ἀπορράσσω
View word page
ἀπορούω
to dart away

ShortDef

to dart away

Debugging

Headword:
ἀπορούω
Headword (normalized):
ἀπορούω
Headword (normalized/stripped):
απορουω
IDX:
11861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11862
Key:

Data

{'content': 'to dart away'}