Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραΐς
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπόρραξις
ἀπορραπίζω
ἀπορραπιστέον
ἀπορράπτω
View word page
ἄπορος
without passage
ShortDef
without passage
Debugging
Headword:
ἄπορος
Headword (normalized):
ἄπορος
Headword (normalized/stripped):
απορος
IDX:
11860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11861
Key:
Data
{'content': 'without passage'}