Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραΐς
ἀπορραίω
ἀπορραντήριον
ἀπόρραξις
ἀπορραπίζω
View word page
ἀπόρνυμαι
start from

ShortDef

start from

Debugging

Headword:
ἀπόρνυμαι
Headword (normalized):
ἀπόρνυμαι
Headword (normalized/stripped):
απορνυμαι
IDX:
11858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11859
Key:

Data

{'content': 'start from'}