Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραΐς
View word page
ἀπορικός
of or for persons without means

ShortDef

of or for persons without means

Debugging

Headword:
ἀπορικός
Headword (normalized):
ἀπορικός
Headword (normalized/stripped):
απορικος
IDX:
11854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11855
Key:

Data

{'content': 'of or for persons without means'}