Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
View word page
ἀπορία
difficulty of passing

ShortDef

difficulty of passing

Debugging

Headword:
ἀπορία
Headword (normalized):
ἀπορία
Headword (normalized/stripped):
απορια
IDX:
11853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11854
Key:

Data

{'content': 'difficulty of passing'}