Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρᾳθυμέω
View word page
ἀπόρθωσις
guiding aright
ShortDef
guiding aright
Debugging
Headword:
ἀπόρθωσις
Headword (normalized):
ἀπόρθωσις
Headword (normalized/stripped):
απορθωσις
IDX:
11852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11853
Key:
Data
{'content': 'guiding aright'}