Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
View word page
ἀπόρθωμα
erection
ShortDef
erection
Debugging
Headword:
ἀπόρθωμα
Headword (normalized):
ἀπόρθωμα
Headword (normalized/stripped):
απορθωμα
IDX:
11851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11852
Key:
Data
{'content': 'erection'}