Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
View word page
ἀπορθόω
to make straight, guide aright

ShortDef

to make straight, guide aright

Debugging

Headword:
ἀπορθόω
Headword (normalized):
ἀπορθόω
Headword (normalized/stripped):
απορθοω
IDX:
11850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11851
Key:

Data

{'content': 'to make straight, guide aright'}