Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδιεξίτητος
ἀδιεξόδευτος
ἀδιέξοδος
ἀδιέργαστος
ἀδιερεύνητος
ἀδιευκρίνητος
ἀδιήγητος
ἀδιήθητος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
ἀδικέω
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικητής
ἀδικητικός
ἀδικία
ἀδίκιον
ἀδικοδοξέω
ἀδικοδοξία
ἀδικοκρισία
View word page
ἀδίκευσις
wrongdoing
ShortDef
wrongdoing
Debugging
Headword:
ἀδίκευσις
Headword (normalized):
ἀδίκευσις
Headword (normalized/stripped):
αδικευσις
IDX:
1184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1185
Key:
Data
{'content': 'wrongdoing'}