Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
View word page
ἀπορητέον
one must raise the question

ShortDef

one must raise the question

Debugging

Headword:
ἀπορητέον
Headword (normalized):
ἀπορητέον
Headword (normalized/stripped):
απορητεον
IDX:
11847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11848
Key:

Data

{'content': 'one must raise the question'}