Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
ἀπορία
ἀπορικός
View word page
ἀπορέω2
to be at a loss
ShortDef
[(Ion.) > ἀφοράω]
to be at a loss
Debugging
Headword:
ἀπορέω2
Headword (normalized):
ἀπορέω
Headword (normalized/stripped):
απορεω2
IDX:
11844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11845
Key:
Data
{'content': 'to be at a loss'}