Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
View word page
ἀπόρευτος
not to be travelled

ShortDef

not to be travelled

Debugging

Headword:
ἀπόρευτος
Headword (normalized):
ἀπόρευτος
Headword (normalized/stripped):
απορευτος
IDX:
11842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11843
Key:

Data

{'content': 'not to be travelled'}