Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
View word page
ἀπορέπω
to slink away
ShortDef
to slink away
Debugging
Headword:
ἀπορέπω
Headword (normalized):
ἀπορέπω
Headword (normalized/stripped):
απορεπω
IDX:
11841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11842
Key:
Data
{'content': 'to slink away'}