Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
View word page
ἀπορέγχω
to snore to the end

ShortDef

to snore to the end

Debugging

Headword:
ἀπορέγχω
Headword (normalized):
ἀπορέγχω
Headword (normalized/stripped):
απορεγχω
IDX:
11839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11840
Key:

Data

{'content': 'to snore to the end'}