Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορητέον
ἀπορητικός
View word page
ἀποργίζομαι
to be angry

ShortDef

to be angry

Debugging

Headword:
ἀποργίζομαι
Headword (normalized):
ἀποργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποργιζομαι
IDX:
11838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11839
Key:

Data

{'content': 'to be angry'}