Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
View word page
ἀποργάζω
work up
ShortDef
work up
Debugging
Headword:
ἀποργάζω
Headword (normalized):
ἀποργάζω
Headword (normalized/stripped):
αποργαζω
IDX:
11836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11837
Key:
Data
{'content': 'work up'}