Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
ἀπόρημα
View word page
ἀποπωμάζω
remove lid

ShortDef

remove lid

Debugging

Headword:
ἀποπωμάζω
Headword (normalized):
ἀποπωμάζω
Headword (normalized/stripped):
αποπωμαζω
IDX:
11835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11836
Key:

Data

{'content': 'remove lid'}