Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
ἀπορέω2
View word page
ἀποπυτίζω
spit out

ShortDef

spit out

Debugging

Headword:
ἀποπυτίζω
Headword (normalized):
ἀποπυτίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπυτιζω
IDX:
11834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11835
Key:

Data

{'content': 'spit out'}