Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω
View word page
ἀποπυρίς
fry
ShortDef
fry
Debugging
Headword:
ἀποπυρίς
Headword (normalized):
ἀποπυρίς
Headword (normalized/stripped):
αποπυρις
IDX:
11833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11834
Key:
Data
{'content': 'fry'}