Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
View word page
ἀποπυριάω
foment

ShortDef

foment

Debugging

Headword:
ἀποπυριάω
Headword (normalized):
ἀποπυριάω
Headword (normalized/stripped):
αποπυριαω
IDX:
11831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11832
Key:

Data

{'content': 'foment'}