Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
View word page
ἀποπυριατέον
one must foment

ShortDef

one must foment

Debugging

Headword:
ἀποπυριατέον
Headword (normalized):
ἀποπυριατέον
Headword (normalized/stripped):
αποπυριατεον
IDX:
11830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11831
Key:

Data

{'content': 'one must foment'}