Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
View word page
ἀποπυνθάνομαι
to inquire
ShortDef
to inquire
Debugging
Headword:
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized):
ἀποπυνθάνομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπυνθανομαι
IDX:
11828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11829
Key:
Data
{'content': 'to inquire'}