Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
ἀποργής
View word page
ἀποπυκνόομαι
to be condensed, consolidated
ShortDef
to be condensed, consolidated
Debugging
Headword:
ἀποπυκνόομαι
Headword (normalized):
ἀποπυκνόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπυκνοομαι
IDX:
11827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11828
Key:
Data
{'content': 'to be condensed, consolidated'}