Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποργάζω
View word page
ἀποπυΐσκω
to promote suppuration

ShortDef

to promote suppuration

Debugging

Headword:
ἀποπυΐσκω
Headword (normalized):
ἀποπυΐσκω
Headword (normalized/stripped):
αποπυισκω
IDX:
11826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11827
Key:

Data

{'content': 'to promote suppuration'}