Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
View word page
ἀποπυητικός
suppurative

ShortDef

suppurative

Debugging

Headword:
ἀποπυητικός
Headword (normalized):
ἀποπυητικός
Headword (normalized/stripped):
αποπυητικος
IDX:
11825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11826
Key:

Data

{'content': 'suppurative'}