Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
View word page
ἀποπύημα
suppuration

ShortDef

suppuration

Debugging

Headword:
ἀποπύημα
Headword (normalized):
ἀποπύημα
Headword (normalized/stripped):
αποπυημα
IDX:
11824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11825
Key:

Data

{'content': 'suppuration'}