Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
View word page
ἀποπυέω
suppurate
ShortDef
suppurate
Debugging
Headword:
ἀποπυέω
Headword (normalized):
ἀποπυέω
Headword (normalized/stripped):
αποπυεω
IDX:
11823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11824
Key:
Data
{'content': 'suppurate'}