Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
View word page
ἀπόπτωσις
falling off

ShortDef

falling off

Debugging

Headword:
ἀπόπτωσις
Headword (normalized):
ἀπόπτωσις
Headword (normalized/stripped):
αποπτωσις
IDX:
11821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11822
Key:

Data

{'content': 'falling off'}