Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
View word page
ἀπόπτωμα
unlucky chance, misfortune

ShortDef

unlucky chance, misfortune

Debugging

Headword:
ἀπόπτωμα
Headword (normalized):
ἀπόπτωμα
Headword (normalized/stripped):
αποπτωμα
IDX:
11820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11821
Key:

Data

{'content': 'unlucky chance, misfortune'}