Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυρίας
View word page
ἀποπτύω
to spit out
ShortDef
to spit out
Debugging
Headword:
ἀποπτύω
Headword (normalized):
ἀποπτύω
Headword (normalized/stripped):
αποπτυω
IDX:
11819
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11820
Key:
Data
{'content': 'to spit out'}