Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
ἀποπυκνόομαι
View word page
ἀποπτυστήρ
one that spits out

ShortDef

one that spits out

Debugging

Headword:
ἀποπτυστήρ
Headword (normalized):
ἀποπτυστήρ
Headword (normalized/stripped):
αποπτυστηρ
IDX:
11817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11818
Key:

Data

{'content': 'one that spits out'}