Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
ἀποπυδαρίζω
ἀποπυέω
ἀποπύημα
ἀποπυητικός
ἀποπυΐσκω
View word page
ἀποπτύσσω
fold back
ShortDef
fold back
Debugging
Headword:
ἀποπτύσσω
Headword (normalized):
ἀποπτύσσω
Headword (normalized/stripped):
αποπτυσσω
IDX:
11816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11817
Key:
Data
{'content': 'fold back'}