Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
View word page
ἀποπτοέω
scare

ShortDef

scare

Debugging

Headword:
ἀποπτοέω
Headword (normalized):
ἀποπτοέω
Headword (normalized/stripped):
αποπτοεω
IDX:
11811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11812
Key:

Data

{'content': 'scare'}