Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
View word page
ἀπόπτισμα
chaff, husks
ShortDef
chaff, husks
Debugging
Headword:
ἀπόπτισμα
Headword (normalized):
ἀπόπτισμα
Headword (normalized/stripped):
αποπτισμα
IDX:
11809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11810
Key:
Data
{'content': 'chaff, husks'}