Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
View word page
ἀποπτεύω
have a view

ShortDef

have a view

Debugging

Headword:
ἀποπτεύω
Headword (normalized):
ἀποπτεύω
Headword (normalized/stripped):
αποπτευω
IDX:
11808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11809
Key:

Data

{'content': 'have a view'}