Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
View word page
ἀποπτερυγόομαι
lose the πτέρυγες, of a rudder
ShortDef
lose the πτέρυγες, of a rudder
Debugging
Headword:
ἀποπτερυγόομαι
Headword (normalized):
ἀποπτερυγόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπτερυγοομαι
IDX:
11807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11808
Key:
Data
{'content': 'lose the πτέρυγες, of a rudder'}