Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
View word page
ἀποπτερυγίζομαι
clap the wings vehemently
ShortDef
clap the wings vehemently
Debugging
Headword:
ἀποπτερυγίζομαι
Headword (normalized):
ἀποπτερυγίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπτερυγιζομαι
IDX:
11806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11807
Key:
Data
{'content': 'clap the wings vehemently'}