Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἄποπτος
View word page
ἀποπροφεύγω
to flee away from

ShortDef

to flee away from

Debugging

Headword:
ἀποπροφεύγω
Headword (normalized):
ἀποπροφεύγω
Headword (normalized/stripped):
αποπροφευγω
IDX:
11802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11803
Key:

Data

{'content': 'to flee away from'}