Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
View word page
ἀποπροτέμνω
to cut off from

ShortDef

to cut off from

Debugging

Headword:
ἀποπροτέμνω
Headword (normalized):
ἀποπροτέμνω
Headword (normalized/stripped):
αποπροτεμνω
IDX:
11801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11802
Key:

Data

{'content': 'to cut off from'}