Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
View word page
ἀποπροσωπίζομαι
clean one's face

ShortDef

clean one's face

Debugging

Headword:
ἀποπροσωπίζομαι
Headword (normalized):
ἀποπροσωπίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπροσωπιζομαι
IDX:
11800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11801
Key:

Data

{'content': "clean one's face"}