Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτεύω
View word page
ἀποπρονοσφίζω
remove afar off, carry far away
ShortDef
remove afar off, carry far away
Debugging
Headword:
ἀποπρονοσφίζω
Headword (normalized):
ἀποπρονοσφίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπρονοσφιζω
IDX:
11798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11799
Key:
Data
{'content': 'remove afar off, carry far away'}