Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
View word page
ἀποπροικίζω
give a dowry

ShortDef

give a dowry

Debugging

Headword:
ἀποπροικίζω
Headword (normalized):
ἀποπροικίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπροικιζω
IDX:
11796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11797
Key:

Data

{'content': 'give a dowry'}