Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποπρεσβεύω
ἀποπρηνίζω
ἀποπρίασθαι
ἀπόπρισις
ἀπόπρισμα
ἀποπριστέον
ἀποπρίω
ἀποπρό
ἀποπροάγω
ἀποπροαιρέω
ἀποπροβάλλω
ἀπόπροθε
ἀποπροθέω
ἀπόπροθι
ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
View word page
ἀποπροβάλλω
throw far away

ShortDef

throw far away

Debugging

Headword:
ἀποπροβάλλω
Headword (normalized):
ἀποπροβάλλω
Headword (normalized/stripped):
αποπροβαλλω
IDX:
11790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-11791
Key:

Data

{'content': 'throw far away'}